σπογγεύς

σπογγεύς
σπογγ-εύς,, έως, ,= σπογγοθήρας, Arist.HA620b34, Pr.960b21.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σπογγεύς — ὁ, και σπογγιεύς, Α σπογγαλιεύς, σφουγγαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπόγγος / σπογγίον + κατάλ. εύς (πρβλ. ιππ εύς)] …   Dictionary of Greek

  • σπογγεῖς — σπογγεύς masc acc pl σπογγεύς masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ευς — το ονοματικό επίθημα εύς είναι χαρακτηριστικό τής Ελληνικής, εφόσον δεν απαντά σε άλλες ΙΕ γλώσσες και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη (περίπου 500 ονόματα σε ευς). Η ακριβής του προέλευση παραμένει άγνωστη, παρά τις κατά καιρούς… …   Dictionary of Greek

  • σπογγιεύς — ὁ, Α βλ. σπογγεύς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”